греко » немецкий

Переводы „επαναπατρισμός“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

επαναπατρισμός [ɛpanapatrizˈmɔs] SUBST м.

1. επαναπατρισμός (μεταφορά στην πατρίδα):

επαναπατρισμός
επαναπατρισμός
επαναπατρισμός κεφαλαίων

2. επαναπατρισμός (επιστροφή στην πατρίδα):

επαναπατρισμός
επαναπατρισμός
αναγκαστικός επαναπατρισμός

3. επαναπατρισμός ЭКОН.:

επαναπατρισμός κεφαλαίων

Примеры со словом επαναπατρισμός

επαναπατρισμός κεφαλαίων
αναγκαστικός επαναπατρισμός

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский