греко » немецкий

ευθύν|ομαι <-θηκα> [ɛfˈθinɔmɛ] VERB возвр. гл.

ευθυνοφοβία [ɛfθinɔfɔˈvia] SUBST ж.

ευθυντηρία [ɛfθindiˈria] SUBST ж. (αρχαίου ναού)

ευθυτεν|ής <-ής, -ές> [ɛfθitɛˈnis] ПРИЛ.

ευθυβολία [ɛfθivɔˈlia] SUBST ж.

ευθυγράμμισ|η <-εις> [ɛfθiˈɣramisi] SUBST ж.

1. ευθυγράμμιση (τοποθέτηση σε ευθεία γραμμή) ВОЕН.:

2. ευθυγράμμιση (δρόμου, ποταμού):

3. ευθυγράμμιση (πλαίσιου):

Richten ср.

4. ευθυγράμμιση (σανίδας):

Fluchten ж.

5. ευθυγράμμιση РАДИО:

6. ευθυγράμμιση (ταύτιση):

Angleichung ж. an +вин.

7. ευθυγράμμιση (προσαρμογή):

Anpassung ж. an +вин.

εφαπτομένη [ɛfaptɔˈmɛni] SUBST ж.

2. εφαπτομένη МАТЕМ. (λόγος):

Tangens м.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский