греко » немецкий

Переводы „ηλεκτρολυτικός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ηλεκτρολυτικ|ός <-ή, -ό> [ilɛktrɔlitiˈkɔs] ПРИЛ.

ηλεκτρολυτικός
elektrolytisch, Elektrolyt-
ηλεκτρολυτικός αγωγός
ηλεκτρολυτικός διαχωρισμός
ηλεκτρολυτικός πυκνωτής

Примеры со словом ηλεκτρολυτικός

ηλεκτρολυτικός χαλκός
ηλεκτρολυτικός πυκνωτής
ηλεκτρολυτικός άργυρος
ηλεκτρολυτικός διαχωρισμός
ηλεκτρολυτικός αγωγός

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский