греко » немецкий

θεωρία [θɛɔˈria] SUBST ж.

1. θεωρία:

θεωρία
Theorie ж.
θεωρία πρώτης τάξης ФИЗ.
κβαντική θεωρία
θεωρία αριθμών
οικονομική θεωρία
θεωρία των παιγνίων

2. θεωρία (ωραία εξωτερική εμφάνιση):

θεωρία SUBST

Статья, составленная пользователем

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский