греко » немецкий

κάτοπτρο [ˈkatɔptrɔ] SUBST ср.

κάτοπτρο
Spiegel м.
κάτοπτρο
Reflektor м.
κοίλο κάτοπτρο
κοίλο κάτοπτρο
κυρτό κάτοπτρο
παραβολικό κάτοπτρο
Fresnelsche Spiegel м. мн.

κάτοπτρο SUBST

Статья, составленная пользователем
κάτοπτρο ср.
Spiegelbild ср.

Примеры со словом κάτοπτρο

ανακλαστικό κάτοπτρο
κοίλο κάτοπτρο
κυρτό κάτοπτρο
παραβολικό κάτοπτρο

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский