греко » немецкий

Переводы „μηχανικός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

I . μηχανικ|ός <-ή, -ό> [mixaniˈkɔs] ПРИЛ. (και κινήσεις)

II . μηχανικ|ός [mixaniˈkɔs] SUBST mf

1. μηχανικός (τεχνίτης):

μηχανικός
Mechaniker(in) м. (ж.)
μηχανικός αυτοκινήτου

2. μηχανικός (επιστήμονας):

μηχανικός
Ingenieur(in) м. (ж.)
μηχανικός ορυχείου
Bergbauingenieur(in) м. (ж.)
πολιτικός μηχανικός
Bauingenieur(in) м. (ж.)
χημικός μηχανικός
Chemieingenieur(in) м. (ж.)

Примеры со словом μηχανικός

πολιτικός μηχανικός
μηχανικός αυτοκινήτου
μηχανικός ορυχείου
Bergbauingenieur(in) м. (ж.)
χημικός μηχανικός
Chemieingenieur(in) м. (ж.)
μηχανικός ανορθωτής
μηχανολόγος μηχανικός
ηλεκτρολόγος μηχανικός
Elektroingenieur(in) м. (ж.)

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский