немецко » греческий

Переводы „μισθώματος“ в словаре немецко » греческий

(Перейти к греко » немецкий)
μείωση μισθώματος ж.
καταβολή ж. μισθώματος [ή ενοικίου]
αισχροκέρδεια ж. μισθώματος
ύψος ср. του μισθώματος [ή ενοικίου]
καταβολή του μισθώματος
απαγόρευση ж. αύξησης μισθώματος
ρήτρα ж. προσαρμογής του μισθώματος

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский