греко » немецкий

Переводы „παράδοση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

παράδοσ|η <-εις> [paˈraðɔsi] SUBST ж.

1. παράδοση (δέματος, χρημάτων):

παράδοση
Übergabe ж.

3. παράδοση (στο ταχυδρομείο):

παράδοση
Aufgabe ж.

4. παράδοση (μαθημάτων):

παράδοση
Erteilung ж.

5. παράδοση (ό,τι μεταδίδεται από γενιά σε γενιά):

παράδοση

6. παράδοση (συνήθειες, έθιμα):

παράδοση
Tradition ж.
κατά παράδοση

7. παράδοση ВОЕН. (πράξη του παραδίνομαι):

παράδοση
παράδοση άνευ όρων

Примеры со словом παράδοση

κατά παράδοση
ελαττωματική παράδοση
παράδοση ж. του γκόσπελ
παράδοση στο πλοίο ЭКОН. (Incoterm)
παράδοση στο τρένο
παράδοση άνευ όρων

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский