греко » немецкий

Переводы „παραλήπτης“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

παραλήπτης (παραλήπτρια) [paraˈliptis, paraˈliptria] SUBST м./ж. (ж.)

παραλήπτης (παραλήπτρια)
Empfänger(in) м. (ж.)
παραλήπτης γράμματος
παραλήπτης πίστωσης
παραλήπτης συναλλαγματικής

Примеры со словом παραλήπτης

παραλήπτης γράμματος
παραλήπτης πίστωσης
παραλήπτης συναλλαγματικής
παραλήπτης/παραλήπτρια м./ж. εκχώρησης

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский