греко » немецкий

περιβάλλ|ον <-οντος> [pɛriˈvalɔn] SUBST ср.

1. περιβάλλον (περίγυρο):

περιβάλλον
Umgebung ж.

3. περιβάλλον (κοινωνικό):

περιβάλλον
Milieu ср.

4. περιβάλλον ИНФОРМ.:

περιβάλλον
Umgebung ж.
περιβάλλον DOS
περιβάλλον χρήσης

περιβάλλον SUBST

Статья, составленная пользователем
εργασιακό περιβάλλον ср.

Примеры со словом περιβάλλον

περιβάλλον ср. λιμνοθάλασσας
γεωφυσικό περιβάλλον
επιχειρηματικό περιβάλλον
βιοτικό περιβάλλον
πολυφασικό περιβάλλον
αβιοτικό περιβάλλον
περιβάλλον χρήσης
φυσικό περιβάλλον
περιβάλλον DOS
εργασιακό περιβάλλον
συνείδηση για το περιβάλλον

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский