греко » немецкий

Переводы „πλαίσιο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

πλαίσιο [ˈplɛsiɔ] SUBST ср.

1. πλαίσιο (κορνίζα):

πλαίσιο
Rahmen м.

2. πλαίσιο (σκελετός):

πλαίσιο
Gestell ср.

3. πλαίσιο (αυτοκινήτου):

πλαίσιο
Fahrgestell ср.

4. πλαίσιο ТВ (εικόνα):

πλαίσιο
Bild ср.

5. πλαίσιο перенос.:

πλαίσιο
Rahmen м.

Примеры со словом πλαίσιο

πλαίσιο ср. διαφάνειας
πλαίσιο ср. εστιών
εγγυητικό πλαίσιο
ενιαίο θεσμικό πλαίσιο ЕС

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский