греко » немецкий

Переводы „πλυντήριο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

πλυντήριο [plinˈdiriɔ] SUBST ср.

1. πλυντήριο (συσκευή, ρούχων):

πλυντήριο

2. πλυντήριο:

πλυντήριο πιάτων
πλυντήριο πιάτων

3. πλυντήριο (αυτοκινήτων):

πλυντήριο

4. πλυντήριο (πλυσταριό):

πλυντήριο

5. πλυντήριο (κατάστημα):

πλυντήριο

6. πλυντήριο (με αυτόματα πλυντήρια):

πλυντήριο

Примеры со словом πλυντήριο

πλυντήριο πιάτων

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский