греко » немецкий

Переводы „συγκυβερνήτρια“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

συγκυβερνήτης [siɲɟivɛrˈnitis] SUBST mf АВИА.

κυβερνητική [civɛrnitiˈci] SUBST ж.

βιοκυβερνητική [viɔcivɛrnitiˈci] SUBST ж.

ακυβερνησία [acivɛrniˈsia] SUBST ж.

1. ακυβερνησία (έλλειψη κυβερνητικής αρχής):

2. ακυβερνησία (κακοδιοίκηση):

διακυβερνητικ|ός <-ή, -ό> [ðiacivɛrnitiˈkɔs] ПРИЛ.

συγκυρία [siɲɟiˈria] SUBST ж.

1. συγκυρία (συνθήκες):

Umstände м. мн.

2. συγκυρία ЭКОН.:

κυβερνήτης [civɛrˈnitis] SUBST mf

1. κυβερνήτης ПОЛИТ.:

Regierende(r) ж.(м.)

2. κυβερνήτης:

κυβερνήτης МОР., АВИА.
Kapitän м.

ακυβέρνητ|ος <-η, -ο> [aciˈvɛrnitɔs] ПРИЛ.

1. ακυβέρνητος (χωρίς κυβέρνηση):

2. ακυβέρνητος (χωρίς ηγεσία):

3. ακυβέρνητος (δυσκολοκυβέρνητος: χώρα):

αντικυβερνητικ|ός <-ή, -ό> [andicivɛrnitiˈkɔs] ПРИЛ.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский