греко » немецкий

συνδρομητής (συνδρομήτρια) [sinðrɔmiˈtis, sinðrɔˈmitria] SUBST м./ж. (ж.)

1. συνδρομητής (όποιος πληρώνει συνδρομή):

συνδρομητής (συνδρομήτρια)
Beitragszahler(in) м. (ж.)

2. συνδρομητής (περιοδικού):

συνδρομητής (συνδρομήτρια)
Abonnent(in) м. (ж.)

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST м., συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST м./ж.

υδρομετρία [iðrɔmɛˈtria] SUBST ж.

συνδρομή [sinðrɔˈmi] SUBST ж.

1. συνδρομή (βοήθεια, και οικονομική):

Beistand ж.

2. συνδρομή (χρηματικό ποσό):

Beitrag м.

3. συνδρομή (περιοδικού):

Abonnement ср.
Abonnementsgebühr ж. ед.

συντάκτης [sinˈdaktis], συντάχτης [sinˈdaxtis] SUBST м., συντάκτρια [sinˈdaktria], συντάχτρια [sinˈdaxtria] SUBST ж.

1. συντάκτης (όποιος συντάσσει):

Verfasser(in) м. (ж.)
Autor(in) м. (ж.)

2. συντάκτης (εφημερίδας):

Redakteur(in) м. (ж.)

συνοφειλέτης [sinɔfiˈlɛtis] SUBST м., συνοφειλέτρια [sinɔfiˈlɛtria], συνοφειλέτιδα [sinɔfiˈlɛtiða] SUBST ж.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский