немецко » греческий

Переводы „συνολικό“ в словаре немецко » греческий

(Перейти к греко » немецкий)
συνολικό εισόδημα ср.
συνολικό υπόλοιπο ср.
συνολικό ποσό ср.
συνολικό τιράζ ср.
συνολικό μέρισμα ср.
συνολικό κόστος ср.
συνολικό βάρος ср.
συνολικό προϊόν ср.
συνολικό αποθεματικό ср.
греко » немецкий

Переводы „συνολικό“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)
συνολικό αποταμίευμα
Gesamtersparnisse ж. мн.
συνολικό εισόδημα
συνολικό κεφάλαιο
συνολικό πλεόνασμα
συνολικό κόστος
Gesamtkosten мн.
συνολικό υπόλοιπο
συνολικό τιράζ
ολικό/συνολικό ποσό
ολικό/συνολικό μέρισμα
ολικό/συνολικό κέρδος

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский