греко » немецкий

Переводы „συντελεστής“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

συντελεστής [sindɛlɛsˈtis] SUBST м.

1. συντελεστής (παράγοντας):

συντελεστής
Faktor м.
(πρωτογενής) συντελεστής παραγωγής ЭКОН.

2. συντελεστής МАТЕМ.:

συντελεστής
συντελεστής απορρόφησης
συντελεστής απόσβεσης ЭКОН.
γενικός φορολογικός συντελεστής ЭКОН.

Примеры со словом συντελεστής

συντελεστής м. μεταβλητότητας ФИНАНС.
συντελεστής м. τριβής
συντελεστής м. πίεσης ФИЗ.
συντελεστής м. άντωσης
συντελεστής м. απόσβεσης
συντελεστής м. παλινδρόμησης
συντελεστής м. συγγένειας
συντελεστής м. ανάκλασης
συντελεστής απορρόφησης
συντελεστής απόσβεσης ЭКОН.
(πρωτογενής) συντελεστής м. παραγωγής
(γραμμικός) συντελεστής м. απορρόφησης
συντελεστής м. (γραμμικής) συσχέτισης
(πρωτογενής) συντελεστής παραγωγής ЭКОН.
γενικός φορολογικός συντελεστής ЭКОН.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский