греко » немецкий

σχεδιαστήριο [sçɛðiasˈtiriɔ] SUBST ср. (μηχανολόγου)

σχεδιαστής (σχεδιάστρια) [sçɛðiasˈtis, sçɛðiˈastria] SUBST м./ж. (ж.)

σχεδιαστής (σχεδιάστρια)
Zeichner(in) м. (ж.)

σχεδίασμα [sçɛˈðiazma] SUBST ср.

1. σχεδίασμα (ιχνογράφημα):

Zeichnung ж.

2. σχεδίασμα (πλάνο):

Plan м.

σχεδίασ|η <-εις> [sçɛˈðiasi] SUBST ж.

ασχεδίαστ|ος <-η, -ο> [asçɛˈðiastɔs] ПРИЛ. (απροσχεδίαστος)

δράστης [ˈðrastis] SUBST м., δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST ж.

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST ж.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский