греко » немецкий

Переводы „σύνταξη“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

σύνταξ|η <-εις> [ˈsindaksi] SUBST ж.

1. σύνταξη (συγγραφή):

σύνταξη

3. σύνταξη (προσωπικό εφημερίδας κτλ):

σύνταξη
Redaktion ж.

4. σύνταξη ЛИНГВ.:

σύνταξη
Syntax ж.

Примеры со словом σύνταξη

σύνταξη ж. ισολογισμού
σύνταξη ж. γήρατος
σύνταξη ж. αναπηρίας
επικουρική σύνταξη
κατώτερη σύνταξη
βασική σύνταξη
μπαίνω στη σύνταξη
βγαίνω στη σύνταξη
η σύνταξη συν τα 10% που παίρνω από

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский