греко » немецкий

φασματομετρία [fazmatɔmɛˈtria] SUBST ж.

φασματομετρία
φασματομετρία ακτίνων βήτα/γάμμα
φασματομετρία νετρονίων
φασματομετρία φλόγας

φασματομετρία SUBST

Статья, составленная пользователем
φασματομετρία μάζας ж.

Примеры со словом φασματομετρία

φασματομετρία φλόγας
φασματομετρία νετρονίων
φασματομετρία ακτίνων βήτα/γάμμα

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский