греко » немецкий

χαιρετώ

χαιρετώ s. χαιρετίζω

Смотри также χαιρετίζω

χαιρετί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [çɛrɛˈtizɔ], χαιρετ|ώ [çɛrɛˈtɔ] <-άς, -ησα, -ήθηκα> VERB перех.

1. χαιρετίζω (με το χέρι, λέω καλημέρα, διαβιβάζω χαιρετισμό):

2. χαιρετίζω (επιδοκιμάζω, αποδέχομαι):

3. χαιρετίζω (επισκέπτομαι):

χαιρετί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [çɛrɛˈtizɔ], χαιρετ|ώ [çɛrɛˈtɔ] <-άς, -ησα, -ήθηκα> VERB перех.

1. χαιρετίζω (με το χέρι, λέω καλημέρα, διαβιβάζω χαιρετισμό):

2. χαιρετίζω (επιδοκιμάζω, αποδέχομαι):

3. χαιρετίζω (επισκέπτομαι):

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский