греко » немецкий

Βαλτική [valtiˈci] SUBST ж.

1. Βαλτική (γεωγραφική περιοχή):

Baltikum ср.

2. Βαλτική (θάλασσα):

Ostsee ж.

μαντική [mandiˈci] SUBST ж.

ραπτική

ραπτική s. ραφτική

Смотри также ραπτική

ραπτική [raptiˈci], ραφτική [raftiˈci] SUBST ж.

ραπτική [raptiˈci], ραφτική [raftiˈci] SUBST ж.

τακτική [taktiˈci], ταχτική [taxtiˈci] SUBST ж.

1. τακτική (τάξη):

Ordnung ж.

2. τακτική (στρατηγική):

Taktik ж.

ψαλτική [psaltiˈci] SUBST ж.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский