греко » немецкий

Переводы „χειρουργική“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

χειρουργική [çirurjiˈci] SUBST ж.

χειρουργική
Chirurgie ж.
γενική χειρουργική
διαθλαστική χειρουργική
πλαστική/αισθητική χειρουργική
πλαστική/αισθητική χειρουργική

Примеры со словом χειρουργική

γενική χειρουργική
χειρουργική λαβίδα
διαθλαστική χειρουργική
αισθητική χειρουργική
χειρουργική επέμβαση
πλαστική/αισθητική χειρουργική

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский