- αξία
- Wert м.
- ολική αξία
- Gesamtwert м.
- θερμαντική αξία
- Heizwert м.
- ακαθάριστη/μικτή αξία
- Bruttowert м.
- αξία ακινήτου
-
- ανταλλακτική αξία
- Tauschwert м.
- δασμολογική αξία
- Zollwert м.
- αξία διάσπασης ЭКОН.
-
- αξία εισφοράς ЭКОН.
-
- αξία (της) εκκαθάρισης
-
- εκτιμώμενη αξία
-
- αξία του εμπορεύματος
- Warenwert м.
- εμπορική αξία
- Handelswert м.
- ενιαία αξία
- Einheitswert м.
- αξία εξαγοράς
-
- αξία της επιχείρησης
-
- αξία ισολογισμού
- Bilanzwert м.
-
- Kapitalwert м.
- μέση αξία
-
- μεταπωλητική αξία, αξία μεταπώλησης
-
-
- Aktienwert м.
- ονομαστική αξία
- Nennwert м.
- (μη) στρογγυλευμένη ονομαστική αξία
-
- μεταβολή ж. ονομαστικής αξίας ФИНАНС.
-
- αγοραστική αξία
- Kaufwert м.
- αξία παγίων ЭКОН.
- Anlagewert м.
- αξία της περιουσίας
-
- πραγματική αξία
- Realwert м.
- προστιθέμενη αξία
- Mehrwert м.
- συναισθηματική αξία
-
- αξία οικονομικών στοιχείων ЭКОН.
- Substanzwert м.
- υπολογισμός м. της αξίας
-
- χρηματιστηριακή αξία
- Börsenwert м.
-
- Wertänderung ж.
-
- Wertwechsel м.
- αξίες ФИНАНС.
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.