- είσπραξη
- Einkassieren ср.
- είσπραξη
- Einzug м.
- είσπραξη επιταγής
-
- είσπραξη μερισμάτων
-
- είσπραξη ναύλου
- Frachtinkasso ср.
- είσπραξη συναλλαγματικής
-
- είσπραξη συναλλαγματικής
- Wechselinkasso ср.
- είσπραξη φόρου
-
-
- Quellenabzug м.
-
- Inkassospesen мн.
- είσπραξη
- Einnahme ж.
- οι εισπράξεις мн. της ημέρας
-
- εισπράξεις ж. мн. εισφορών
-
- εισπράξεις ж. мн. από εξαγωγές
-
- εισπράξεις ж. мн. μετρητών
-
- εισπράξεις ж. мн. πωλήσεων
-
- εισπράξεις ж. мн. σε συνάλλαγμα
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- είσπραξη μερισμάτων
- είσπραξη ναύλου
- Frachtinkasso ср.
- είσπραξη συναλλαγματικής
- είσπραξη φόρου
- είσπραξη επιταγής