- επένδυση
- Verkleidung ж.
- μουσική επένδυση
- Begleitmusik ж.
- επένδυση
- Investition ж.
- άμεση επένδυση
-
- αυτόνομη επένδυση
-
- δημόσια επένδυση
-
- δημόσια επένδυση
-
- εσφαλμένη επένδυση
-
- επενδύσεις ж. мн. του αγροτικού τομέα
-
- επένδυση εξωτερικού/στο εξωτερικό
-
- επένδυση εσωτερικού/στο εσωτερικό
-
- επενδύσεις ж. мн. επιχείρησης
-
- επένδυση κεφαλαίου
-
- έσοδα ср. мн. από επενδύσεις κεφαλαίου
-
- ξένη επένδυση
-
- επενδύσεις ж. мн. σε οικοδομές
-
- οικοδομική επένδυση
-
- οικονομική επένδυση
-
- επενδύσεις ж. мн. παγίου κεφαλαίου
-
- ακαθάριστες επενδύσεις ж. мн. παγίου κεφαλαίου
-
-
- Anlagebetrag м.
- ποσοστό ср. επενδύσεων
-
- ποσοστό ср. επενδύσεων
-
- σχέδιο ср. επενδύσεων
-
- επένδυση ж. ТЕХН.
- Auskleidung ж.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.