- κρίση
- Meinung ж.
- κρίση
- Urteilsvermögen ср.
- κρίση
- Krise ж.
- περνάει κρίση
-
- διαρκής κρίση
- Dauerkrise ж.
- διαρκής κρίση
-
- ενεργειακή κρίση
- Energiekrise ж.
- νομισματική κρίση
-
- οικονομική κρίση
-
- διαρκής οικονομική κρίση
-
- Μεγάλη Οικονομική Κρίση (στα χρόνια του 1930)
-
- κρίση ταυτότητας
-
- χρηματιστηριακή κρίση
- Börsenkrise ж.
- κρίση
- Anfall м.
- κρίση άσθματος
- Asthmaanfall м.
- επιληπτική κρίση
-
- καρδιακή κρίση
- Herzanfall м.
- κρίση πανικού
- Panikattacke ж.
- κρίση σπασμών
- Krampfanfall м.
- υστερική κρίση
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
- κρίση ж. ταυτότητας
- κρίση ж. πανικού ПСИХОЛ.
- Panikattacke ж.
- κρίση ж. επιληψίας
- επιληπτική κρίση
- ενεργειακή κρίση
- Energiekrise ж.