ποσοστό [pɔsɔsˈtɔ] SUBST ср.
2. ποσοστό (επί τοις εκατό):
- ποσοστό
- Prozentsatz м.
- ποσοστό
- Quote ж.
- ποσοστό ακρίβειας
-
- ποσοστό ανάπτυξης ЭКОН.
-
- ποσοστό ανάπτυξης ЭКОН.
-
- ποσοστό ανατίμησης
-
- ποσοστό ανεργίας
-
- ποσοστό γεννήσεως
- Geburtenrate ж.
- ποσοστό δραστηριότητας ЭКОН.
- Erwerbsquote ж.
- ποσοστό θνησιμότητας
- Sterbeziffer ж.
- ποσοστό εξαγωγών
- Exportquote ж.
- ποσοστό παλινδρόμησης
-
- ποσοστό πληθωρισμού
-
- οριακό ποσοστό φορολόγησης
-
PONS OpenDict
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
Примеры из словаря PONS (редакционная проверка)
- ποσοστό ср. κατανάλωσης
- Konsumquote ж.
- ποσοστό ср. κεφαλαίου
- ποσοστό ср. προσλήψεων
- ποσοστό ср. εσόδων
- Ertragsrate ж.
- ποσοστό ср. ανατίμησης