греко » немецкий

Переводы „αδυναμία“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αδυναμία [aðinaˈmia] SUBST ж.

1. αδυναμία (έλλειψη δύναμης):

αδυναμία
Schwäche ж.
αδυναμία χαρακτήρος

2. αδυναμία (ανικανότητα):

αδυναμία
βρίσκομαι σε αδυναμία να
αδυναμία οδήγησης
αδυναμία για λήψη απόφασης
αδυναμία πληρωμής ЮРИД.

3. αδυναμία перенос.:

έχω αδυναμία σε κάτι/κάποιον

Примеры со словом αδυναμία

αδυναμία χαρακτήρος
αδυναμία οδήγησης
αδυναμία πληρωμής ЮРИД.
βρίσκομαι σε αδυναμία να

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский