греко » немецкий

Переводы „απεργία“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

απεργία [apɛrˈjia] SUBST ж.

Примеры со словом απεργία

απεργία ж. διαρκείας
κηρύσσω απεργία
λευκή απεργία
ανοργάνωτη απεργία
γενική απεργία
απεργία διαρκείας
μερική απεργία
ολική απεργία
οργανωμένη απεργία
απεργία αλληλεγγύης
απεργία πείνας
είμαι σε/κάνω απεργία
η μεθαυριανή απεργία
κατεβαίνω σε απεργία

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский