греко » немецкий

Переводы „δεκαήμερο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

δεκαήμερο [ðɛkaˈimɛrɔ] SUBST ср.

δεκαήμερο
δεκαήμερο
zehn Tage м. мн.
το πρώτο δεκαήμερο του Νοέμβρη
στο δεκαήμερο που
το επόμενο δεκαήμερο
κατά το τελευταίο δεκαήμερο

Примеры со словом δεκαήμερο

στο δεκαήμερο που
κατά το τελευταίο δεκαήμερο
το επόμενο δεκαήμερο

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский