греко » немецкий

εκθέτω <έκθεσα [ή εξέθεσα], εκτέθηκα, εκθεμένος [ή εκτεθειμένος] > [ɛkˈθɛtɔ] VERB перех.

1. εκθέτω (σε έκθεση):

εκθέτω

2. εκθέτω (στον ήλιο, σε κίνδυνο, βρέφος):

εκθέτω

3. εκθέτω (κάνω έκθεση, αφηγούμαι):

εκθέτω

4. εκθέτω (εξηγώ, δηλώνω):

εκθέτω

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский