греко » немецкий

επένδυσ|η <-εις> [ɛˈpɛnðisi] SUBST ж.

1. επένδυση (επίπλου κτλ):

επένδυση
μουσική επένδυση

2. επένδυση ЭКОН.:

επένδυση
άμεση επένδυση
αυτόνομη επένδυση
δημόσια επένδυση
δημόσια επένδυση
εσφαλμένη επένδυση
επένδυση σε ακίνητα
Agrarinvestitionen ж. мн.
επένδυση κεφαλαίου
επένδυση σε μετοχές
ξένη επένδυση
Bauinvestitionen ж. мн.
οικοδομική επένδυση
οικονομική επένδυση

επένδυση SUBST

Статья, составленная пользователем
επένδυση ж. ТЕХН.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский