греко » немецкий

επιμέλεια [ɛpiˈmɛlia] SUBST ж.

1. επιμέλεια (εργατικότητα):

επιμέλεια
Fleiß м.
με επιμέλεια

2. επιμέλεια (ακρίβεια):

επιμέλεια
Sorgfalt ж.
με επιμέλεια

3. επιμέλεια (φροντίδα) ЮРИД.:

επιμέλεια
Sorge ж.
Sorgerecht ср.
απόφαση ж. για την επιμέλεια ЮРИД.

επιμέλεια SUBST

Статья, составленная пользователем
επιμέλεια (κειμένου) ж.
Lektorat ср.

Примеры со словом επιμέλεια

με επιμέλεια
απόφαση ж. για την επιμέλεια ЮРИД.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский