греко » немецкий

Переводы „εφάπαξ“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

I . εφάπαξ [ɛˈfapaks] НАРЕЧ.

1. εφάπαξ (μια φορά):

εφάπαξ

2. εφάπαξ (κατ' αποκοπή):

εφάπαξ
pauschal, Pauschal-
εφάπαξ αμοιβή
εφάπαξ αποζημίωση

II . εφάπαξ [ɛˈfapaks] SUBST ср.

1. εφάπαξ (ποσό κατ' αποκοπή):

εφάπαξ
Pauschale ж.

2. εφάπαξ (αποζημίωση κατά την απόλυση):

εφάπαξ
Abfindung ж.

Примеры со словом εφάπαξ

εφάπαξ ανταμοιβή
εφάπαξ αμοιβή
εφάπαξ απόσβεση

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский