греко » немецкий

Переводы „κύλινδρος“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

κύλινδρος [ˈcilinðrɔs] SUBST м.

1. κύλινδρος ГЕОМ. (μηχανής):

κύλινδρος
Zylinder м.
κυκλικός κύλινδρος
παραβολικός κύλινδρος
πλάγιος κύλινδρος ГЕОМ.
κύλινδρος αντλίας
κύλινδρος πεπιεσμένου αέρος
κύλινδρος χαμηλής πίεσης

2. κύλινδρος (ρόλος):

κύλινδρος
Rolle ж.

Примеры со словом κύλινδρος

κυκλικός κύλινδρος
παραβολικός κύλινδρος
πλάγιος κύλινδρος ГЕОМ.
κύλινδρος αντλίας
πιεστικός κύλινδρος МЕХАН.
υδραυλικός κύλινδρος
κύλινδρος χαμηλής πίεσης

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский