греко » немецкий

λειτουργία [liturˈjia] SUBST ж.

1. λειτουργία (μηχανής, καρδιάς κτλ):

λειτουργία
Funktion ж.

2. λειτουργία (σύνολο δραστηριοτήτων: υπηρεσίας κτλ):

λειτουργία

4. λειτουργία РЕЛИГ.:

λειτουργία
βραδινή λειτουργία

λειτουργία SUBST

Статья, составленная пользователем
βάζω σε λειτουργία

Примеры со словом λειτουργία

αμφίδρομη λειτουργία
βραδινή λειτουργία
ημιαμφίδρομη λειτουργία
θεία λειτουργία
διασφαλιστική λειτουργία МЕХАН.
λειτουργία ж. σε πραγματικό χρόνο
θέτω/βάζω σε λειτουργία
πλήρης αμφίδρομη λειτουργία

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский