λογαριασμός [lɔɣari̯azˈmɔs] SUBST м.
1. λογαριασμός (έγγραφο, δελτίο):
- λογαριασμός
- Rechnung ж.
- ποσό ср. λογαριασμού
-
-
- Abrechnung ж.
- ετήσιος λογαριασμός БУХГ.
-
- λογαριασμοί м. мн. εισπρακτέοι БУХГ.
-
- λογαριασμοί м. мн. εισπρακτέοι БУХГ.
-
- λογαριασμοί м. мн. πληρωτέοι БУХГ.
-
2. λογαριασμός (αριθμητική πράξη):
3. λογαριασμός (τραπεζικός):
- λογαριασμός
- Konto ср.
- τραπεζικός λογαριασμός
- Bankkonto ср.
- ακάλυπτος λογαριασμός
-
- λογαριασμός αποταμιεύσεων
- Sparkonto ср.
-
- Generalkonto ср.
- δεσμευμένος λογαριασμός
-
- δεσμευμένος λογαριασμός
- Sperrkonto ср.
- λογαριασμός καταθέσεων
- Sparkonto ср.
- λογαριασμός κεφαλαίου
- Kapitalkonto ср.
- συναλλαγματικός λογαριασμός
- Devisenkonto ср.
- λογαριασμός ταμιευτηρίου
- Sparkonto ср.
- τρεχούμενος λογαριασμός
- Girokonto ср.
- τρεχούμενος λογαριασμός
-
- τοκοφόρος τρεχούμενος λογαριασμός
-
-
- Kontonummer ж.
-
- Kontostand м.
4. λογαριασμός (απολογία):
Выражения:
PONS OpenDict
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
Примеры из словаря PONS (редакционная проверка)
- ετήσιος λογαριασμός БУХГ.
- ανακεφαλαιωτικός λογαριασμός
- λογαριασμός μισθοδοσίας
- τραπεζικός λογαριασμός
- Bankkonto ср.
- ακάλυπτος λογαριασμός
Поиск в словаре
- λιχουδιά
- Λιχτενστάιν
- λιώμα
- λιώνω
- λιώσιμο
- λογαριασμός
- λογαριθμικός
- λογάριθμος
- λογάς
- λογάτομο
- λόγγος