греко » немецкий

Переводы „οικονομικά“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

οικονομικά [ikɔnɔmiˈka] SUBST ср. мн.

1. οικονομικά (χρηματικές υποθέσεις):

οικονομικά
Finanzen ж. мн.
δημόσια οικονομικά

2. οικονομικά (επιστημονικός κλάδος):

οικονομικά
οικονομικά

Примеры со словом οικονομικά

οικονομικά συμφέροντα
ζορίζομαι οικονομικά
δημόσια οικονομικά
οικονομικά μέτρα
Sparmaßnahmen ж. мн.
οικονομικά μέσα
finanzielle Mittel ср. мн.
οικονομικά ανεξάρτητος
οικονομικά αγαθά
Wirtschaftsgüter ср. мн.
οικονομικά στοιχεία
Vermögen ср. ед.
διαρκή οικονομικά αγαθά
απτά οικονομικά στοιχεία
Sachanlagen ж. мн.
άυλα οικονομικά στοιχεία
πάγια οικονομικά στοιχεία
Anlagevermögen ср. ед.
(οικονομικά) ενεργός πληθυσμός

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский