греко » немецкий

Переводы „παθητικό“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

παθητικό [paθitiˈkɔ] SUBST ср.

παθητικό
Passiva ср. мн.
έχω παθητικό
εγγράφω κάτι στο παθητικό ЭКОН.
πώληση ж. με παθητικό

Примеры со словом παθητικό

έχω παθητικό
πώληση ж. με παθητικό
εγγράφω κάτι στο παθητικό ЭКОН.
πώληση με παθητικό
ενεργό/παθητικό φίλτρο ЭЛЕКТР.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский