греко » немецкий

Переводы „προμήθεια“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

προμήθεια [prɔˈmiθia] SUBST ж.

1. προμήθεια (εφοδιασμός):

προμήθεια
προμήθεια ενέργειας
προμήθεια της αγοράς
προμήθεια της αγοράς
προμήθεια τροφίμων

2. προμήθεια (εμπορευμάτων):

προμήθεια
Lieferung ж.
προμήθεια εμπορευμάτων

3. προμήθεια (αποταμιευμένο υλικό):

προμήθεια
Vorrat м.

4. προμήθεια (αμοιβή μεσάζοντος):

προμήθεια
Provision ж.
προμήθεια κύκλου εργασιών
προμήθεια πώλησης
τραπεζική προμήθεια

Примеры со словом προμήθεια

προμήθεια ж. χρηματιστή
προμήθεια τροφίμων
προμήθεια ενέργειας
προμήθεια εμπορευμάτων
προμήθεια πώλησης
τραπεζική προμήθεια
προμήθεια κύκλου εργασιών
προμήθεια της αγοράς

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский