греко » немецкий

πρόσωπο [ˈprɔsɔpɔ] SUBST ср.

2. πρόσωπο (άτομο):

πρόσωπο
Person ж.
δημόσιο πρόσωπο
κύριο πρόσωπο
νομικό πρόσωπο ЮРИД.
φυσικό πρόσωπο ЮРИД.

3. πρόσωπο ЛИНГВ.:

πρόσωπο
Person ж.

πρόσωπο SUBST

Статья, составленная пользователем
πρόσωπο με πρόσωπο

πρόσωπο SUBST

Статья, составленная пользователем
σπουδαίο πρόσωπο ср. коллок.

Примеры со словом πρόσωπο

στεκόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο
δημόσιο πρόσωπο
κύριο πρόσωπο
νομικό πρόσωπο ЮРИД.
φυσικό πρόσωπο ЮРИД.
μαϊμουδήσιο πρόσωπο
μαραμένο πρόσωπο
ανεπιθύμητο πρόσωπο ЮРИД.
πρέπει να μιλήσουν πρόσωπο με πρόσωπο
στεκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τους και перенос.
ξαφνικά βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον
ξαφνικά άλλαξε πρόσωπο перенос.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский