συζήτησ|η <-εις> [siˈzitisi] SUBST ж.
1. συζήτηση (με συγκεκριμένο θέμα):
2. συζήτηση (συνομιλία, διαπραγμάτευση):
3. συζήτηση (για να προκύψει λύση):
- συζήτηση
- Besprechung ж.
-
- mit jdm eine Besprechung zu einem bestimmten Problem haben/mit jdm ein bestimmtes Problem besprechen
4. συζήτηση (κουβέντα):
PONS OpenDict
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
Примеры из словаря PONS (редакционная проверка)
- κοινοβουλευτική συζήτηση
- επαγγελματική συζήτηση (μεταξύ υπαλλήλων και προϊσταμένου)
- Dienstgespräch ср.
- η συζήτηση περιστράφηκε στο …