греко » немецкий

διαμεσολαβητής (διαμεσολαβήτρια) [ðiamɛsɔlaviˈtis, ðiamɛsɔlaˈvitria] SUBST м./ж. (ж.)

διαμεσολαβητής (διαμεσολαβήτρια)
Vermittler(in) м. (ж.)
διαμεσολαβητής δανείου ЭКОН.
Darlehensvermittler(in) м. (ж.)
διαμεσολαβητής πωλήσεων
Absatzvermittler(in) м. (ж.)
χρηματοπιστωτικός διαμεσολαβητής

διαμεσολαβητής (διαμεσολαβήτρια) SUBST

Статья, составленная пользователем
διαμεσολαβητής м.

Примеры со словом διαμεσολαβητής

χρηματοπιστωτικός διαμεσολαβητής
διαμεσολαβητής δανείου ЭКОН.
διαμεσολαβητής πωλήσεων
Absatzvermittler(in) м. (ж.)

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский