греко » немецкий

Ομοσπονδιακός Οργανισμός Εργασίας

Статья, составленная пользователем

Примеры со словом ομοσπονδιακός

ομοσπονδιακός υπάλληλος
ομοσπονδιακός νόμος
ομοσπονδιακός φόρος
ομοσπονδιακός προϋπολογισμός
ομοσπονδιακός στρατός (γενικά)
ομοσπονδιακός/ομοσπονδιακή υπουργός
Bundesminister(in) м. (ж.)
Bundeskanzler(in) м. (ж.)

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский