греко » немецкий

Переводы „άδεια“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

άδεια [ˈaðia] SUBST ж.

1. άδεια (παροχή δικαιώματος):

άδεια
Erlaubnis ж.
άδεια αλιείας
άδεια δόμησης
ειδική άδεια
άδεια εισαγωγής
άδεια εισαγωγής
άδεια εκμετάλλευσης ЭКОН.
Lizenz ж.
άδεια εμπορίας
άδεια εξαγωγής
άδεια εξόδου
άδεια εργασίας
άδεια κυνηγίου
άδεια οικοδομής
άδεια παραμονής
άδεια πτήσεως

2. άδεια (αποχή από εργασία):

άδεια
Urlaub м.
είμαι με/έχω άδεια
παίρνω άδεια

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский