греко » немецкий

αγορά [aɣɔˈra] SUBST ж.

1. αγορά (απόκτηση):

αγορά
Kauf м.
κάνω καλή αγορά
αγορά με/σε δόσεις
Ratenkauf м.
αγορά με δοκιμή
Kauf м. auf Probe
Barkauf м.
άμεση αγορά
άμεση αγορά
αγορά κάλυψης
αγορά ακινήτου
αγορά είδους ЭКОН.
αγορά μετοχών
αγορά τίτλων
Kaufinteressent(in) м. (ж.)
δίκαιο ср. αγοράς ЮРИД.
Kaufrecht ср.
δικαίωμα ср. αγοράς ФИНАНС.
σήμα ср. αγοράς ФИНАНС.
Kaufsignal ср.

2. αγορά (το μέρος):

αγορά
Markt(platz) м.
λαϊκή αγορά

3. αγορά ЭКОН.:

αγορά
Markt м.
αγορά ακινήτων
ανοιχτή αγορά
γεωργική αγορά
αγορά διάθεσης
διεθνής αγορά
Testmarkt м.
εγχώρια αγορά
εγχώρια αγορά
αγορά ενέργειας
αγορά εξαγωγών, εξαγωγική αγορά
εξωτερική αγορά, αγορά εξωτερικού
αγορά εργασίας
αγορά εσωτερικού, εσωτερική αγορά
αγορά κατοικιών
αγορά κεφαλαίου
κτηματική αγορά
λιανική αγορά
μαύρη αγορά
αγορά μετοχών
αγορά ναύλων
Marktkonventionen ж. мн.
παγκόσμια αγορά
Weltmarkt м.
αγορά σιτηρών
τέλεια αγορά
αγορά τίτλων
Marktkräfte ж. мн.

αγορά SUBST

Статья, составленная пользователем

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский