греко » немецкий

έλεγχος [ˈɛlɛŋxɔs] SUBST м.

έλεγχος
Kontrolle ж.
έλεγχος αποσκευών
αστυνομικός έλεγχος
έλεγχος γεννήσεων
έλεγχος διαβατηρίων
έλεγχος των εξοπλισμών
έλεγχος κυκλοφορίας
έλεγχος λειτουργίας
λογιστικός έλεγχος ЭКОН.
έλεγχος παραγωγής
έλεγχος ποιότητας, ποιοτικός έλεγχος
συνοριακός έλεγχος
ταμιακός έλεγχος
τελωνειακός έλεγχος
φορολογικός έλεγχος
Regieraum м.

έλεγχος SUBST

Статья, составленная пользователем

Примеры со словом έλεγχος

έλεγχος ποιότητας, ποιοτικός έλεγχος
έλεγχος м. συναλλάγματος
έλεγχος м. παραστατικών
έλεγχος м. ισολογισμού
έλεγχος м. φερεγγυότητας
έλεγχος м. επιδοτήσεων
έλεγχος м. επενδύσεων
έλεγχος м. τιμών
έλεγχος м. αξιοπιστίας ТЕХН.
έλεγχος м. πωλήσεων
έλεγχος м. παραγωγής
έλεγχος м. πίστης
έλεγχος м. ικανοτήτων
έλεγχος м. ρευστότητας
έλεγχος м. εκλογών
έλεγχος м. ίδρυσης ЮРИД.
έλεγχος м. ποιότητας
έλεγχος м. ταμείου
έλεγχος м. αποδοτικότητας ЭКОН.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский