греко » немецкий

αστυνομικός (αστυνομικίνα) [astinɔmiˈkɔs, astinɔmiˈcina] SUBST м./ж. (ж.)

αστυνομικός (αστυνομικίνα)
Polizist(in) м. (ж.)
αστυνομικός της τροχαίας
Verkehrspolizist(in) м. (ж.)

Примеры со словом αστυνομικός

αστυνομικός м. μαϊμού
αστυνομικός έλεγχος
αστυνομικός δύτης
αστυνομικός της τροχαίας
Verkehrspolizist(in) м. (ж.)

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский