греко » немецкий

Переводы „διακριτικός“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

διακριτικ|ός <-ή, -ό> [ðiakritiˈkɔs] ПРИЛ.

1. διακριτικός (που χωρίζει):

διακριτικός
Unterscheidungs-

2. διακριτικός (χαρακτηριστικός):

διακριτικός
Merkmal ср.

3. διακριτικός (που χρησιμεύει για αναγνώριση):

διακριτικός
Erkennungs-

4. διακριτικός (για διακρίσεις):

διακριτικός

5. διακριτικός (στο φέρσιμο, ντύσιμο κτλ):

διακριτικός

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский