греко » немецкий

Переводы „διευθυντής“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

διευθυντής (διευθύντρια) [ðiɛfθinˈdis, ðiɛfˈθindria] SUBST м./ж. (ж.)

1. διευθυντής (ιδρύματος, υπηρεσίας):

διευθυντής (διευθύντρια)
Direktor(in) м. (ж.)
γενικός διευθυντής
Generaldirektor(in) м. (ж.)
διευθυντής επιχείρησης
Unternehmensleiter(in) м. (ж.)
διευθυντής σχολείου
Schulleiter(in) м. (ж.)
διευθυντής σχολείου
Rektor(in) м. (ж.)
Konrektor(in) м. (ж.)
διευθυντής τράπεζας
Bankdirektor(in) м. (ж.)
διευθυντής εφημερίδας
διευθυντής εφημερίδας

2. διευθυντής (κάποιου τμήματος):

διευθυντής (διευθύντρια)
Leiter(in) м. (ж.)
διευθυντής προσωπικού
Personalleiter(in) м. (ж.)
διευθυντής πωλήσεων
Verkaufsleiter(in) м. (ж.)
διευθυντής σύνταξης
Chefredakteur(in) м. (ж.)

3. διευθυντής (ορχήστρας):

διευθυντής (διευθύντρια)
Dirigent(in) м. (ж.)
διευθυντής ορχήστρας
Dirigent(in) м. (ж.)

Примеры со словом διευθυντής

διευθυντής σχολείου
Rektor(in) м. (ж.)
διευθυντής τράπεζας
Bankdirektor(in) м. (ж.)
διευθυντής εφημερίδας
διευθυντής επιχείρησης
γενικός διευθυντής
Generaldirektor(in) м. (ж.)
διευθυντής προσωπικού
Personalleiter(in) м. (ж.)
διευθυντής πωλήσεων
Verkaufsleiter(in) м. (ж.)
διευθυντής σύνταξης
Chefredakteur(in) м. (ж.)
διευθυντής ορχήστρας
Dirigent(in) м. (ж.)
ο επίδοξος διευθυντής της
Konrektor(in) м. (ж.)
ο εκάστοτε διευθυντής
ο πρώην διευθυντής
είναι διευθυντής ή κάτι τέτοιο

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский